- απιθώνω
- -ωσα, -ώθηκα -ωμένος1. αποθέτω, αφήνω: Απίθωσε το ταγάρι σ' ένα κάθισμα.2. το μέσ., απιθώνομαι κάθομαι, ξεκουράζομαι: Απιθώσου το λοιπόν σ' έναν τόπο. Ουσ., απίθωμα, το το να απιθώνει κανείς κάτι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.