απιθώνω

απιθώνω
-ωσα, -ώθηκα -ωμένος
1. αποθέτω, αφήνω: Απίθωσε το ταγάρι σ' ένα κάθισμα.
2. το μέσ., απιθώνομαι κάθομαι, ξεκουράζομαι: Απιθώσου το λοιπόν σ' έναν τόπο. Ουσ., απίθωμα, το το να απιθώνει κανείς κάτι.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • απιθώνω — απιθώνω, απίθωσα βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • απιθώνω — 1. ακουμπώ κάτι προσωρινά κάπου, αφήνω κάτω, αποθέτω 2. εμπιστεύομαι κάπου, ενεχυριάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αποθώνω < απόθωσα, ως αόρ. του ρ. αποθέτω, με μεταπλασμό κατά το (ε)σήκωσα σηκώνω] …   Dictionary of Greek

  • πιθώνω — Ν απιθώνω, τοποθετώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < απιθώνω*, με σίγηση τού αρκτικού α ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”